- εμμέθοδος
- -η, -ο (AM ἐμμέθοδος, -ον)1. αυτός που γίνεται με μέθοδο, μεθοδικός2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐμμέθοδο(ν)μεθοδικότητα, συστηματική τακτοποίηση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐμμέθοδος — according to rule masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμμεθοδώτερον — ἐμμέθοδος according to rule masc acc comp sg ἐμμέθοδος according to rule neut nom/voc/acc comp sg ἐμμέθοδος according to rule adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμμεθόδως — ἐμμέθοδος according to rule adverbial ἐμμέθοδος according to rule masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμμέθοδον — ἐμμέθοδος according to rule masc/fem acc sg ἐμμέθοδος according to rule neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμμεθόδοις — ἐμμέθοδος according to rule masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμμεθόδου — ἐμμέθοδος according to rule masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμμεθόδους — ἐμμέθοδος according to rule masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οδός — Ο όρος υποδηλώνει συνοπτικά μία ζώνη εδάφους η οποία έχει προετοιμαστεί κατάλληλα για να διευκολύνει τη μεταφορά πεζών και οχημάτων και για να εξυπηρετεί τις μεταφορές και τη συγκοινωνία μεταξύ των διάφορων σημείων μιας περιοχής ή ενός οικισμού.… … Dictionary of Greek